- εξελειν
- ἐξελεῖν
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐξελεῖν — ἐξαιρέω take out aor inf act (attic epic doric) ἐξαιρέω take out fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύω — (I) αὔω (Α) ανάβω φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασία του ρ. αύω, η σχετική με τη φωτιά, διαφέρει από τη σημασία των συνθέτων του πρβλ. εξαύω «εξάγω, βγάζω», εξαύσαι «εξελείν» (Η σύχ.), καταύω «καθαιρώ, καταστρέφω», καταύσαι «καταντλήσαι, καταδύσαι» και… … Dictionary of Greek
εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… … Dictionary of Greek
λαλάζω — (Α) (ποιητ. τ.) [λαλώ] 1. θορυβώ, ηχώ, αντηχώ («μηδ ὥστε κῡμα πόντιον λάλαζε», Ανακρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «λαλάξαι τὴν γλῶσσαν ἐξελεῑν» … Dictionary of Greek